- ἰσάξια
- ἰσάξιοςof equal worthneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενάμιλλος — η, ο (Α ἐνάμιλλος, ον) αυτός που μπορεί να διαγωνίζεται με άλλους, εφάμιλλος, ισάξιος, ίσος, ισόπαλος. επίρρ... εναμίλλως εφάμιλλα, ισάξια, όμοια … Dictionary of Greek
εφάμιλλος — η, ο (ΑΜ ἐφάμιλλος, ον) άξιος να έλθει σε άμιλλα με άλλον, να παραβληθεί με κάποιον ή με κάτι, ισάξιος (α. «τα ελληνικά υφάσματα είναι εφάμιλλα τών ευρωπαϊκών» β. «τῶν πιστῶν ὑπογραμμός, τῶν μαρτύρων ἐφάμιλλος», Μηναί. γ. «ἀρχή ἐφάμιλλος ταῑς… … Dictionary of Greek
ισάξιος — ια, ο (Α ἰσάξιος, ον) αυτός που έχει ίση αξία με κάποιον άλλο, εφάμιλλος, ισότιμος (α. «είναι ισάξιος τού πατέρα του» β. «ἰσάξιος τῷ Διί», Πρόκλ.) μσν. επαρκής, ανάλογος, ικανοποιητικός. επίρρ... ισαξίως και ισάξια (Α ἰσαξίως) εξίσου, με την ίδια … Dictionary of Greek
ισόπυρος — ἰσόπυρος, ον (ΑΜ) μσν. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἰσόπυρα ισότιμα, ισάξια αρχ. 1. (για φορολογούμενα προϊόντα) αυτός που θεωρείται ισάξιος με το σιτάρι 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόπυρον είδος φυτού που φυτρώνει στα έλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πυρος… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
πατσίζω — [πάτσι] 1. έρχομαι ίσα ίσα με κάποιον, εξισώνομαι, φθάνω ώς το ύψος κάποιου ως προς την επίδοση 2. ανταποδίδω τα ίσα, ενεργώ προς κάποιον με μια πράξη ηθικά ισάξια προς τη δική του … Dictionary of Greek
πεσσεία — Αρχαίο ελληνικό παιγνίδι που παιζόταν από δύο αντιπάλους πάνω σ’ ένα τετράγωνο πίνακα (άβακα) χωρισμένο σε μικρά τετράγωνα (όπως η σημερινή σκακιέρα) με τους πεσσούς. Η πατρότητα του παιγνιδιού αυτού αποδίδεται στον Παλαμήδη, την εποχή που… … Dictionary of Greek
Ασπασία — I (5ος αι. π.Χ.).Μιλήσια εταίρα, κόρη του Αξίοχου. Το 455 π.Χ. εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου άσκησε επίδραση στην πνευματική, καλλιτεχνική και πολιτική κίνηση της πόλης, χάρη στην ευφυΐα και τη μόρφωσή της, και δέχτηκε τους μεγαλύτερους επαίνους … Dictionary of Greek
Βάριος Ρούφος — (Varius Rufus, 1ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος ποιητής. Φίλος του Βιργιλίου και του Οράτιου, συγγραφέας μιας τραγωδίας σχετικά με τον μύθο του Θυέστη και ενός έπους για τον θάνατο του Ιουλίου Καίσαρα και τους πολέμους του Αυγούστου. Τα έργα αυτά δεν… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek